μυτιά

μυτιά
η (Μ μυτέα)
χτύπημα με τη μύτη
νεοελλ.
1. χτύπημα πάνω στη μύτη με το δάχτυλο
2. (σχετικά με πτηνά) χτύπημα, πληγή που έγινε με το ράμφος, ράμφισμα
3. χτύπημα με την άκρη τού παπουτσιού
4. ρούφηγμα ναρκωτικής ουσίας από τη μύτη
5. στον πληθ. οι μυτιές
χαρτοπαίγνιο κατά το οποίο αυτός που χάνει χτυπά στη μύτη του τα τραπουλόχαρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύτη + κατάλ. -έα. Ο τ. μυτιά με συνίζηση από μυτέα (πρβλ. συκέα > συκιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυτέα — μυτέα, ἡ (Μ) βλ. μυτιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”